Ποιοι ξεκίνησαν την Επανάσταση του 1821;- Πραγματικότητα ή μύθος η Αγία Λαύρα; – Οι πρώτοι νεκροί του Αγώνα- Έγγραφα του Βατικανού για το 1821-Γιατί καθιερώθηκε η 25η Μαρτίου ως εθνική επέτειος;.

Γιορτάζουμε αυτές τις μέρες, 200 χρόνια από την 25η Μαρτίου 1821, τη μέρα που επικράτησε να θεωρείται αφετηρία της Επανάστασης που οδήγησε στην απελευθέρωση της Ελλάδας από τον οθωμανικό ζυγό. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια προσπάθεια από αναθεωρητές ιστορικούς να αποδομήσουν όλα όσα εκείνα γνωρίζαμε από τα σχολικά μας χρόνια. Πρόσφατη είναι η συνέντευξη του κύριου Θάνου Βερέμη στον Δημήτρη Δανίκα στο “Πρώτο Θέμα”, όπου παρουσιάζει τα γεγονότα από μια τελείως καινοφανή θεώρηση.
Μάλιστα, αν και θεωρητικά είναι ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ιστορικούς, ενώ ταυτόχρονα είναι υποψήφιος για μια θέση στη Ακαδημία Αθηνών, δείχνει να έχει άγνοια γεγονότων που είναι γνωστά σε πολλές και πολλούς.
Η Καλαμάτα, φαίνεται ότι ήταν η πρώτη, και σημαντική, ελληνική πόλη που απελευθερώθηκε από τους Οθωμανούς αλλά ο Αγώνας στον Μοριά είχε ξεκινήσει μερικές μέρες νωρίτερα…
Το 1820, οι συνθήκες έδειχναν πιο ώριμες από ποτέ για την έναρξη της Επανάστασης. Αρχικά, υπήρχαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί που υπερτερούσαν κατά πολύ των αντίστοιχων τουρκικών στις περισσότερες περιοχές του ελλαδικού χώρου.
Σε Πελοπόννησο, Στερεά και Εύβοια η αναλογία ήταν 11 Έλληνες προς έναν Τούρκο. Αν προστεθούν και τα νησιά εκτός από την Κρήτη, η αναλογία έφτανε το 15:1.
Συγκεκριμένα, οι Έλληνες κάτοικοι του Μοριά, της Ρούμελης και της Εύβοιας, ήταν 705.850, ενώ οι Τούρκοι 63.600.
Στα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες, τις Βόρειες Σποράδες, τη Σάμο και τα Δωδεκάνησα, εκτός από τη Ρόδο και την Κω, ζούσαν 366.200 Έλληνες και 1.100 Τούρκοι. Στη Χίο δεν υπήρχαν καθόλου Τούρκοι, όπως και σε πολλές μεμονωμένες περιοχές της Πελοποννήσου.
Σχετική πληθυσμιακή ισορροπία υπήρχε στην Κρήτη, όπου ζούσαν 160.000 Έλληνες και 130.000 Τούρκοι.
Ο Βρετανός ιστορικός Douglas Dakin, ο οποίος ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά στα έργα του με τη νεότερη ελληνική ιστορία, αναφέρει ότι σε σύνολο περίπου 50 εκατομμυρίων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα 13 εκατομμύρια, το ¼ περίπου δηλαδή, ήταν Έλληνες ή είχαν ελληνική εθνική συνείδηση.
Επίσης την ίδια εποχή (1820), η Φιλική Εταιρεία είχε εξαπλωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό κυρίως στην Πελοπόννησο, ενώ και ο Αλή πασάς με την επανάστασή του, άθελά του βέβαια, είχε πολύ μεγάλη συμβολή στην επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης, στις αρχές της τουλάχιστον, καθώς ο ικανότατος Χουρσίτ πασάς με χιλιάδες άνδρες είχαν μετακινηθεί στην Ήπειρο για να αντιμετωπίσουν τον αιμοσταγή πασά των Ιωαννίνων (Ιανουάριος 1821).
Ο Χουρσίτ, αν και κατέπνιξε την επανάσταση του Αλή πασά, αυτοκτόνησε το 1822 μετά τις κατηγορίες ότι σφετερίστηκε μέρος των θησαυρών του Αλή.
Οι κρίσιμες συσκέψεις στη Βοστίτσα (Αίγιο) και τη Λευκάδα τις παραμονές της Επανάστασης.
Τον Δεκέμβριο του 1820, έφτασε στον Μοριά ο Παπαφλέσσας, με την ιδιότητα του Εξάρχου του Πατριαρχείου, στην πραγματικότητα όμως σαν πρόδρομος του Υψηλάντη.
Ο Παπαφλέσσας ήταν γνωστός για τον ατίθασο και παρορμητικό χαρακτήρα του και για την επιθυμία του για ταχύτατη έναρξη της Επανάστασης.
Στο μεταξύ, στις 6 Ιανουαρίου 1821, έφτασε στην Καρδαμύλη από τη Ζάκυνθο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και καθώς τον είχαν επικηρύξει από παλιά οι Τούρκοι, πήγε αμέσως στο σπίτι του φίλου του Παναγιώτη Μούρτζινου ή Τρουπάκη στην Τσίμοβα (Αρεόπολη). Είχε λάβει στη Ζάκυνθο το μήνυμα του Υψηλάντη για έναρξη της Επανάστασης στις 25 Μαρτίου και αυτό άρχισε να το μεταφέρει στους προκρίτους και τους καπεταναίους της Μάνης. Οι Τούρκοι που δεν άργησαν να πληροφορηθούν την άφιξη του Κολοκοτρώνη, ζήτησαν από τον διοικητή της Μάνης Πετρόμπεη να τον συλλάβει, κάτι που εκείνος βέβαια δεν έκανε, ισχυριζόμενος ότι ο μόνος λόγος που έφερε τον Κολοκοτρώνη στη Μάνη, ήταν η οικονομική καταστροφή που είχε πάθει στη Ζάκυνθο. Οι Τούρκοι όμως δεν πείστηκαν. Όπως γράφει ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του, έστειλαν ανθρώπους τους να πληροφορηθούν με πόσους στρατιώτες είχε φτάσει στη Μάνη ο Κολοκτρώνης. Επιστρέφοντας οι απεσταλμένοι ανακοίνωσαν: «Ευρήκαμε ένα γέρο και έπαιζε τες αμάδες». Για όσες και όσους δεν γνωρίζουν, «αμάδες» είναι ένα παιδικό, κυρίως, παιχνίδι, που παιζόταν με μικρές επίπεδες πέτρες σε σχήμα δίσκου… Βέβαια, σύντομα οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι εκτός από «τες αμάδες», ο Κολοκοτρώνης έπαιζε και άλλα, πολύ επικίνδυνα γι’ αυτούς παιχνίδια.
Το φθινόπωρο του 1820, έφτασε στον Μοριά ο Φιλικός Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, που μετέφερε επιστολές της Αρχής με οδηγίες για την Εφορία των Φιλικών της Πελοποννήσου. Τον Φεβρουάριο του 1821, ήταν προγραμματισμένη να γίνει στο Μέγα Σπήλαιο η κανονική σύσκεψη της Εταιρείας. Ωστόσο, η άφιξη του Παπαφλέσσα, που αντιμετωπίσθηκε με εχθρότητα και καχυποψία από τους προκρίτους, οδήγησε στην επίσπευση της σύσκεψης και στην αλλαγή του τόπου τέλεσής της. Συγκεκριμένα, η σύσκεψη έγινε στη Βοστίτσα (Αίγιο), στις 26-29 Ιανουαρίου 1821, είτε στη Μονή Ταξιαρχών, είτε στο σπίτι του Ανδρέα Λόντου.
Για να μην γεννηθούν υποψίες στους Τούρκους, διαδόθηκε ότι οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι συγκεντρώθηκαν στη Βοστίτσα για να λύσουν τις διαφορές που είχαν προκληθεί μεταξύ της Μονής των Ταξιαρχών και της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου κατά την οροθέτηση των κτημάτων τους. Η παρουσία του Παπαφλέσσα ως πατριαρχικός έξαρχος, δεν προκάλεσε στους Τούρκους υποψίες καθώς και στο παρελθόν πατριαρχικοί έξαρχοι είχαν σταλεί για την επίλυση ανάλογων διαφορών. Βέβαια, ο πραγματικός λόγος της σύσκεψης, ήταν για να πληροφορηθούν οι πρόκριτοι και οι αρχιερείς τους σκοπούς της άφιξης του απεσταλμένου της «Σεβαστής Αρχής» που είχαν μάθει ότι ήταν πολύ σοβαροί και επικίνδυνοι. Χαρακτηριστικό της κρισιμότητας της κατάστασης, είναι ότι σε 4 μέρες έγιναν πέντε συσκέψεις. Σ’ αυτές, εκτός από τα μέλη της Εφορίας Πελοποννήσου, έλαβαν μέρος και οι ακόλουθοι:
Οι προεστοί Ανδρέας Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Πανάγος Δεληγιάννης, Γιάννης Παπαδόπουλος ή Μουρτογιάννης, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, Ανδρέας Λόντος, Δημήτριος Ιωάννου και άλλοι. Επίσης, οι ανώτεροι κληρικοί: Παλαιών Πατρών Γερμανός, Κερνίκης Προκόπιος, Χριστιανουπόλεως Γερμανός και ο Πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής.
Οι συσκέψεις χαρακτηρίστηκαν από μεγάλες εντάσεις, διαφωνίες και στο τέλος τους, ο Παπαφλέσσας έφυγε έξαλλος, λέγοντας πως αν δεν συναινέσουν στην έναρξη της Επανάστασης, σύμφωνα με την εντολή της «Σεβαστής Αρχής», θα εξοπλίσει 2.000 Μανιάτες και θα ξεκινήσει τον Αγώνα, προσθέτοντας ότι «όποιον πιάσουν χωρίς όπλα οι Τούρκοι θα τον θανατώσουν». Ευτυχώς, ο Παπαφλέσσας δεν πραγματοποίησε αυτές τις «απειλές» του.
Πάντως, στη σύσκεψη της Βοστίτσας, αποφασίστηκε ότι η Επανάσταση θα ξεκινούσε στις 25 Μαρτίου ή στις 23 Απριλίου (εορτή του Αγίου Γεωργίου) ή στις 21 Μαΐου (εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης).
Είναι φανερή η επιθυμία των προγόνων μας, να ταυτιστεί η μέρα έναρξης της Επανάστασης με μία σημαντική εορτή της Ορθοδοξίας, κάτι που ορισμένοι τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι ξεχνούν ή υποβαθμίζουν…
Εκτός όμως από τη σύσκεψη της Βοστίτσας, στο τέλος Ιανουαρίου (ή στις αρχές Φεβρουαρίου) 1821, έγινε στη Λευκάδα μία ακόμα πολύ σημαντική σύσκεψη για την Επανάσταση.
Η Λευκάδα, που βρίσκεται πολύ κοντά στις ακτές της Στερεάς Ελλάδας, υπήρξε στα χρόνια της σκλαβιάς καταφύγιο των Ρουμελιωτών. Από το 1817, υπήρχε στην Αγία Μαύρα (όνομα με το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστή η Λευκάδα), τριμελής επιτροπή Φιλικών που την αποτελούσαν ο ποιητής και νομικός Ιωάννης Ζαμπέλιος, ο Ιωάννης Ζαπραλής και ο Άγγελος Σούνδιας.
Στα τέλη Δεκεμβρίου 1820, ο Ιωάννης Ζαμπέλιος πήρε μήνυμα από αντιπρόσωπο του Υψηλάντη, πώς αποφασίστηκε να γίνει στη Λευκάδα μετά τα Θεοφάνεια του 1821, σύσκεψη των Φιλικών οπλαρχηγών της Ρούμελης.

Από τις αρχές Γενάρη, άρχισαν να φτάσουν στη Λευκάδα οπλαρχηγοί της Ρούμελης και όχι μόνο. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γ. Τσόγκας, ο Γ. Βαρνακιώτης, ο Γ. Καραϊσκάκης, ο Δ. Μακρής, ο Ν. Στορνάρης, ο Δ. Κοντογιάννης, ο Δ. Κίτσος, ο Πανουργιάς, ο Κατσικογιάννης, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ως εκπρόσωπος των Πελοποννησίων, ο οποίος για να μην κινήσει τις υποψίες των Άγγλων, που κατείχαν τότε τα Επτάνησα, εμφανίστηκε ως καρβουνέμπορος και ο Γιακουμάκης Τομπάζης, ως εκπρόσωπος των Υδραίων. Η σύσκεψη έγινε στο σπίτι του Ζαμπέλιου, ο οποίος στο «Σημειωματάριο ενός Φιλικού», γράφει ότι έγινε την Κυριακή της Απόκρεω, χωρίς όμως να διευκρινίζει ποια. Πιθανότατα, η σύσκεψη της Λευκάδας έγινε στις 30 Ιανουαρίου 1821.
Στους συνέδρους ανακοινώθηκε ότι έχει αποφασιστεί από την Αρχή να ξεκινήσει η Επανάσταση στις 25 Μαρτίου. Πιθανότατα, την πληροφορία αυτή έδωσε ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, που ζήτησε από τους Ρουμελιώτες να ξεσηκωθούν όλοι μαζί και να αποκλείσουν τις διαβάσεις προς την Πελοπόννησο, για να μην κατέβει στον Μοριά ο τουρκικός στρατός.
Την είδηση αυτή, την υποδέχθηκαν όλοι με ενθουσιασμό και αποφάσισαν ομόφωνα να ετοιμαστούν για να ξεσηκωθούν τη μέρα που είχε οριστεί. Επικεφαλής της εξέγερσης στην Ανατολική Στερεά, ορίστηκαν οι Ανδρούτσος και Πανουργιάς και στη Δυτική Στερεά, οι Βαρνακιώτης και Τσόγκας. Οι αποφάσεις επισφραγίστηκαν με δοξολογία και ορκωμοσία στο εκκλησάκι της Παναγιάς στα Βλαχέραινα. Όπως γράφει ο Ζαμπέλιος: «… γονυπετείς και δακρύοντες όλοι παρακάλεσαν τον Δημιουργόν να σώσει την ανεγειρόμενη Ελλάδα και να στεφανώσει το έργο των με την θείαν χάριν».
Η σύσκεψη της Λευκάδας ήταν πολύ καθοριστική, καθώς σε αυτή πάρθηκαν σημαντικές αποφάσεις. Μετά το τέλος της, οι οπλαρχηγοί επέστρεψαν στις επαρχίες τους. Όμως κάποιοι από υπερβάλλονται ζήλο ίσως, άρχισαν τη δράση τους πριν την 25η Μαρτίου. Ο οπλαρχηγός του Ζυγού Δ. Μακρής για να εμψυχώσει τους συντοπίτες του, στις 5 Μαρτίου 1821 με 28 συντρόφους του, επιτέθηκαν στη Σκάλα του Μεσολογγίου εναντίον Τούρκων που συνόδευαν «θησαυρόν» προοριζόμενο για τη Ναύπακτο. Αυτή ήταν η πρώτη προεπαναστατική πράξη στη Δυτική Στερεά. Ακολούθησε στις αρχές του τρίτου δεκαήμερου του Μαρτίου, επίθεση του Οδυσσέα Ανδρούτσου με τους άνδρες του και τον Κυπριανό, ηγούμενο της Μονής της Τατάρνας, στη γέφυρα της οποίας έγινε η επιδρομή, εναντίον 60 Τούρκων που συνόδευαν, με επικεφαλής τον Χασάν Μπέη Γκέκα, μεγάλη χρηματαποστολή. Αντίθετα με ότι έγινε στη Σκάλα του Μεσολογγίου, ο Ανδρούτσος και οι υπόλοιποι, δεν πείραξαν τα χρήματα, θέλοντας να δείξουν ότι πρόκειται για καθαρά επαναστατική πράξη.
Τι έγινε στην Αγία Λαύρα τον Μάρτιο του 1821;
Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο για το 1821, οι Τούρκοι είχαν υποψιαστεί ότι κάτι ετοιμάζουν οι Έλληνες, γι’ αυτό και ζήτησαν από πρόκριτους και αρχιερείς του Μοριά να μεταβούν στην Τριπολιτσά (Τρίπολη), πρωτεύουσα τότε της Πελοποννήσου για να έχουν, κατά κάποιο τρόπο, μία εγγύηση ότι τίποτα δεν θα συμβεί. Οι Έλληνες, ισχυριζόταν ότι όλη αυτή η φημολογία, εκπορευόταν από τον επαναστάτη Αλή πασά, ο οποίος ήθελε να τους συκοφαντήσει. Πάντως αρκετοί πρόκριτοι και αρχιερείς, πήγαν στην Τρίπολη.
Δεν ανταποκρίθηκαν στο τουρκικό κάλεσμα, οι πρόκριτοι της Βοστίτσας (Αιγίου) και Καλαβρύτων.
Λίγες μέρες αργότερα, όλοι αυτοί, συγκεντρώθηκαν στα Καλάβρυτα, όπου έφτασαν οι επίσκοποι Έλους, Μεθώνης, Βρεσθένης και οι πρόκριτοι Γ. Σισίνης, Π. Κρεββατάς και Α. Κονδάκης. Συναντήθηκαν για να βρουν μια πρόφαση για την απουσία τους από την Τριπολιτσά. Αρχικά, διαβεβαίωσαν τον διοικητή των Καλαβρύτων Αρναούτογλου ότι είχαν μεταβεί στα Καλάβρυτα, για να πάνε στη συνέχεια όλοι μαζί στην Τριπολιτσά. Καθυστερούσαν όμως, αναμένοντας την ίαση του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ο οποίος προφασιζόταν τον ασθενή.
Ορισμένοι αναθεωρητές (;) ιστορικοί τα τελευταία χρόνια, προσπαθούν να εξαφανίσουν την ύπαρξη και τη σημασία όσων έγιναν στην Αγία Λαύρα τον Μάρτιο του 1821, παρουσιάζοντάς τα ως μύθο.
Δυστυχώς γι’ αυτούς, η ιστορία είναι διαφορετική. Στις 10 ή στις 13 Μαρτίου 1821, έγινε στην Αγία Λαύρα μια καθοριστική σύσκεψη. Ο Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), που ήταν παρών στη σύσκεψη, κάνει λόγο για συγκέντρωση στις 13 Μαρτίου. Σ’ αυτήν, παραβρέθηκαν: ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, οι πρόκριτοι της Βοστίτσας και των Καλαβρύτων Σωτήρης Χαραλάμπης, Ανδρέας Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος και Ανδρέας Λόντος. Ο Φωτάκος, που δεν συμπαθούσε τους προκρίτους γράφει πως όλοι αυτοί διανυκτέρευσαν στη μονή «και ήσαν φοβισμένοι και απελπισμένοι». Όταν άρχισε η σύσκεψη, έδειχναν προβληματισμένοι.
Κάποιοι έβλεπαν πως βρίσκονταν σε αδιέξοδο και πρότειναν να πάνε στην Ύδρα, την Κωνσταντινούπολη ή και τη Δυτική Ευρώπη (!). Ευτυχώς, υπήρξαν μερικοί θαρραλέοι και αποφασιστικοί, όπως ο Ασημάκης Φωτήλας. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από τον λόγο του, όπως τον διέσωσε ο Φωτάκος: «Η γνώμη μου είναι να πιάσωμεν τα όπλα και ο Θεός ας μας βοηθήσει. Και ό,τι γίνει. Αν γλιτώσει και φύγει και πάγει αλλού εις τους Χριστιανούς, πιστεύω ότι θα τον δώσουν ένα κομμάτι ψωμί να φάγει, διότι θα είπε ο κόσμος: «επολέμησαν οι κακόμοιροι δια την σωτηρίαν των με το μεγάλο θηρίον της Οικουμένης, αλλά δεν το ενίκησαν και είναι άξιοι ελέους». Έπειτα και ημείς θα έχομεν ολίγον θάρρος εις τούτο, ότι εκάμαμεν το χρέος μας» (Απομνημονεύματα» τ. Α’, σελ. 63).

Τα λόγια του Φωτήλα, ήταν καθοριστικά. Ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του, ήταν ο Σωτήρης Χαραλάμπης που επικρότησε τα λόγια του Φωτήλα. Οι ιστορικοί, διαφωνούν για το αν αποφασίστηκε στην Αγία Λαύρα η έναρξη της Επανάστασης.
Οι μισοί, στηριζόμενοι στα απομνημονεύματα του Παλαιών Πατρών Γερμανού, όπου γράφει ότι «οι δε συσκεφθέντες απεφάσισαν να μην δώσουν αιτίαν τινά, αλλά ως πεφοβισμένοι να παραμερίσωσι εις ασφαλή μέρη», υποστηρίζουν ότι δεν πάρθηκε καμία απόφαση σ’ αυτή τη σύσκεψη.
Άλλοι, οι οποίοι στηρίζονται σε μαρτυρίες από οικογενειακά αρχεία αγωνιστών, αναφέρουν ότι όχι μόνο αποφασίστηκε τότε η κήρυξη της Επανάστασης, αλλά έγινε και ειδική δοξολογία στις 17 Μαρτίου, ημέρα εορτής του τιμώμενου εκεί Αγίου Αλεξίου και επακολούθησε ορκωμοσία. Οι ίδιοι μάλιστα αναφέρουν την αποστολή στις 19 Μαρτίου 1821, μηνύματος από τα Καλάβρυτα προς τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που συμβολικά ανέφερε: «Εξοχότατε Α.Μ. Χθες ετελέσθη το στεφάνωμα και έστω εις γνώσιν Σας. Καλάβρυτα τη 19 Μαρτίου 1821. Υπογραφαί: Νικόλαος Χριστοδούλου Σολιώτης, Α. Σκαλτσάς». Και εξηγούν ότι η λέξη «στεφάνωμα» σήμαινε πως κηρύχθηκε η Επανάσταση και έγινε η ορκωμοσία. Στη συνέχεια, όπως γράφει ο Φωτάκος , πρόκριτοι και αρχιερείς έφυγαν για τις επαρχίες τους και περίμεναν την έναρξη τον Αγώνα.
Η εικόνα που έχουμε από τα σχολικά χρόνια για την ορκωμοσία των αγωνιστών στις 25 Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και το ξεκίνημα της Επανάστασης από εκεί, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Γάλλο γιατρό και πρόξενο Πουκεβίλ, ο οποίος συγκεντρώνοντας πληροφορίες μετά την Επανάσταση, ανέφερε ότι μόλις ο Γερμανός πάτησε τον ιερό τόπο της Αγίας Λαύρας, περιστοιχίσθηκε από 1.500 οπλοφόρους της Κυλλήνης. Σ’ αυτούς έδωσε μια σημαία που έφερε το σημείο του Σταυρού, πάνω σε μία ζωγραφισμένη εικόνα της Παναγίας και τους έδωσε εντολή, μόλις φύγουν απ’ τη Μονή και συναντήσουν Οθωμανούς, να φωνάξουν «Η νίκη του Θεού». Μάλιστα, ο Πουκεβίλ γράφει ότι μόλις 60 έφιπποι Οθωμανοί πλησίασαν τη Μονή, οι Έλληνες τους απομάκρυναν μόνο με αυτή την κραυγή!
Η 17η Μαρτίου, ήταν καθοριστική μέρα για την Επανάσταση. Στην Τσίμοβα, όπως ονομαζόταν η Αρεόπολη τότε οι αρχηγοί της Μάνης, σε σύσκεψη, αποφασίζουν να επαναστατήσουν να ειδοποιούν όσους βρίσκονταν στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία (Παπαφλέσσα, Νικηταρά, Αναγνωσταρά κ.ά.).
Related posts
Αναζήτηση
Τα πιο δημοφιλή
-
Στο χειρουργείο με πολλαπλά κατάγματα η Βάνα Μπάρμπα posted on 23 Αυγούστου, 2021
-
Προσλήψεις στον δήμο Ελληνικού – Αργυρούπολης: Μέχρι σήμερα (20/8) οι αιτήσεις posted on 20 Αυγούστου, 2021
-
Απεβίωσε ο ιδρυτής του Elounda Beach και ιδιοκτήτης του Grand Resort Lagonissi Κ. Μαντωνανάκης posted on 11 Αυγούστου, 2021
-
Έφυγε από τη ζωή ο εφοπλιστής Ανδρέας Ποταμιάνος posted on 31 Ιουλίου, 2021
-
Στην Ποσειδώνος τοποθετήθηκαν οι πρώτοι ανιχνευτές παραβίασης κόκκινου posted on 3 Αυγούστου, 2021
Social Media