Η Δημιουργικότητα των Τραπεζών στην Ελλάδα
Η εφευρετικότητα και η καινοτομία των Ελλήνων τραπεζιτών φαίνεται να μην έχουν όρια, ειδικά όταν πρόκειται για την αποφυγή κυβερνητικών παρεμβάσεων που αφορούν τις υψηλές προμήθειες και τα μεγάλα «σπρεντ» επιτοκίων. Έτσι, συνεχίζουν να χρεώνουν τους Έλληνες πολίτες με μεγαλύτερα ποσά σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Με την πτώση των επιτοκίων και την απώλεια της δυνατότητας τοποθέτησης καταθέσεων σε υψηλότοκες επιλογές της ΕΚΤ προς όφελος τους, οι τράπεζες στράφηκαν στη δημιουργία αμοιβαίων κεφαλαίων.
Αυτή η πτώση στα επιτόκια συνέπεσε με κυβερνητικές ενέργειες που είχαν ως στόχο τη μείωση των υπερβολικών προμηθειών που χρέωναν οι τράπεζες για απλές συναλλαγές όπως εμβάσματα ή μεταφορές μικρών ποσών. Παρόλο που οι προμήθειες αυτές μειώθηκαν μετά από νομοθετική παρέμβαση, τα έσοδα από αυτές δεν υποχώρησαν αλλά αντίθετα αυξήθηκαν κατά 13% στο πρώτο τρίμηνο του 2025. Ο λόγος πίσω από αυτήν την αύξηση είναι ότι οι τράπεζες άρχισαν να μεταφέρουν τις καταθέσεις σε διάφορους τύπους αμοιβαίων κεφαλαίων,κυρίως σε αυτά καθορισμένης λήξης (target maturity),τα οποία λειτουργούν σχεδόν όπως οι προθεσμιακές καταθέσεις.
Το… πλεονέκτημα αυτών των αμοιβαίων κεφαλαίων για τις τράπεζες είναι ότι οι προμήθειές τους διαφέρουν και δεν υπόκεινται στους περιορισμούς που θεσπίστηκαν πρόσφατα, καθώς θεωρούνται ως επενδυτικές υπηρεσίες.
Σύμφωνα με στοιχεία της ESMA (European Securities and Markets Authority) καθώς και έρευνας από την ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς,η μέση προμήθεια για τα μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια στην Ελλάδα ανέρχεται στο 2,24%,ποσοστό κατά 60% υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 1,40%. Για τα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια η μέση προμήθεια φτάνει το 1,09%, δηλαδή 27% μεγαλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 0,86%. Όσον αφορά στα μικτά αμοιβαία κεφάλαια, η αντίστοιχη μέτρηση είναι στο 1,83%, κατά 26% πάνω από τη μέση ευρωπαϊκή τιμή.
Η στροφή στις καταθέσεις γίνεται ολοένα πιο εμφανής: σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος το συνολικό ποσό των καταθέσεων νοικοκυριών αυξήθηκε μόλις κατά 3 δισ. ευρώ το έτος 2024 – το χαμηλότερο ποσοστό από το 2017 – ενώ οι εισροές στα καθορισμένα αμοιβαία κεφάλαια ανήλθαν περίπου στα 5 δισ. ευρώ.
Συνολικά η αξία όλων των αμοιβαίων κεφαλαίων εκτινάχθηκε από τα 15,8 δισ. ευρώ στο τέλος του έτους του ’23 σε περίπου 24 δισ. ευρώ μέχρι τον Μάρτιο του ’25 – μια αύξηση δηλαδή κατά ποσοστό άνω του μισού μέσα σε ένα χρονικό διάστημα δεκαπέντε μηνών όπου σημειώθηκε σημαντική πτώση στα επιτόκια της ΕΚΤ.
Mε αυτόν τον τρόπο λοιπόν οι τράπεζες κατόρθωσαν να παρακάμψουν τους κυβερνητικούς περιορισμούς σχετικά με τις προμήθειες: ενώ μειώθηκαν κάποιες καθημερινές χρεώσεις συναλλαγών δημιούργησαν νέους τρόπους κέρδους μέσω άλλων καναλιών χρηματοδότησης. Από τη μία πλευρά «μετέφεραν» χρήματα προς τα αμοιβαία κεφάλαια όπου ισχύουν λιγότερο περιοριστικοί κανόνες σχετικά με τις χρεώσεις κι έτσι εξασφάλισαν περισσότερα κέρδη συγκριτικά μ’ αυτά που θα είχαν αν διατηρούσαν τις παραδοσιακές μορφές αποταμίευσης.
