«Η Λογοκρισία της Ευαισθησίας: Πώς οι Εκδότες Φοβούνται την Ακύρωση Περισσότερο από την Εξουσία»

Από «ευαισθησία», λογοκρισία: Οι εκδότες φοβούνται πια την «ακύρωση», όχι την εξουσία

Η Νέα Λογοκρισία στη Λογοτεχνία

Παλαιότερα, η λογοκρισία στον τομέα της λογοτεχνίας προερχόταν κυρίως από κυβερνητικούς φορείς ή θρησκευτικές οργανώσεις. Σήμερα, ωστόσο, η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Το πραγματικό άγχος των εκδοτικών οίκων δεν είναι πια οι κρατικές αρχές, αλλά οι χρήστες του Goodreads και οι στρατιές «αγανακτισμένων» αναγνωστών που μπορούν να «ακυρώσουν» ένα βιβλίο πριν καν φτάσει στα ράφια των βιβλιοπωλείων.

Αυτή τη νέα πραγματικότητα περιγράφει με ακρίβεια ο συγγραφέας Άνταμ Σετέλα στο έργο του “That book Is Hazardous”. Ο Σετέλα αναφέρεται στην άνοδο της «Εποχής της Ευαισθησίας»,όπου οι εκστρατείες στα κοινωνικά δίκτυα και το review-bombing οδηγούν σε καθυστερήσεις ή ακόμα και ακυρώσεις εκδόσεων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αρχική πρόθεση πίσω από αυτές τις αντιδράσεις ήταν θετική: να υπάρξει μεγαλύτερη ευαισθησία στην απεικόνιση κοινωνικών ομάδων και να προωθηθεί η πολυφωνία.

Ωστόσο, φαίνεται ότι το εκκρεμές κινείται επικίνδυνα προς την αντίθετη κατεύθυνση: μια κουλτούρα καταγγελίας που μετατρέπει κάθε αμφιλεγόμενο στοιχείο σε έγκλημα και κάθε «προβληματικό» χαρακτήρα σε αφορμή για την καταδίκη ενός ολόκληρου έργου. Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό της Σόφι Λαρκ: το μυθιστόρημά της “Sparrow and Vine” ακυρώθηκε πριν καν κυκλοφορήσει λόγω ισχυρισμών ότι ένας χαρακτήρας ήταν ρατσιστικός και είχε χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε πολιτικές θέσεις.

Το βιβλίο δεν αξιολογήθηκε από τον ευρύτερο αναγνωστικό κοινό αλλά από μια μικρή ομάδα χρηστών που κατάφεραν μέσω των ψηφιακών πλατφορμών να επηρεάσουν την έκδοση του έργου. Αυτό που βιώνουμε σήμερα δεν είναι απλώς μια παραδοσιακή μορφή λογοκρισίας· πρόκειται για αυτολογοκρισία επιβαλλόμενη από τον φόβο δημόσιας κριτικής. Εκδότες και συγγραφείς αποφεύγουν τις ριψoκινδύνες ιδέες όχι επειδή φοβούνται κρατική παρέμβαση, αλλά γιατί ανησυχούν μήπως τους ακυρώσουν στα social media.

Εδώ βρίσκεται το επικίνδυνο παράδοξo: η έννοια της «ελευθερίας έκφρασης» περιορίζεται όχι από εξωτερικούς ελέγχους αλλά από τους ίδιους τους ανθρώπους που υποτίθεται πως θα έπρεπε να την υπερασπίζονται. Αυτή είναι μια νέα μορφή λογικής καταπίεσης — όχι επιβαλλόμενη από πάνω προς τα κάτω, αλλά αντίθετα προερχόμενη από τη βάση.

Η Οικονομική Διάσταση

Δεν πρέπει επίσης να αγνοούμε την οικονομική διάσταση αυτού του ζητήματος. Οι εκδοτικοί οίκοι προσπαθούν να αποφύγουν οποιοδήποτε αρνητικό δημοσιότητα μπορεί να βλάψει τις πωλήσεις τους ή τη φήμη τους στην αγορά. Γνωρίζοντας ότι μια αρνητική καμπάνια μπορεί εύκολα να πλήξει τα προϊόντα τους, επιλέγουν συχνά τον ασφαλή δρόμο — είτε ακυρώνουν είτε τροποποιούν έργα ώστε αυτά να μην προκαλέσουν αντιδράσεις.

Aυτό δημιουργεί μία νέα οικονομία αγανάκτησης όπου οι πιο δυνατές φωνές έχουν μεγαλύτερη επιρροή απ’ όσα αξίζουν τα ίδια τα έργα ποιοτικά ή καλλιτεχνικά.

Η λογοτεχνία πάντα άνθισε μέσα από την πρόκληση και τη διάθεση για αμφισβήτηση των καθιερωμένων αξιών καθώς επίσης φωτίζοντας τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Αν όμως περιορίσουμε τη συγγραφή μόνο σε όσα θεωρούνται «ασφαλή», τότε κινδυνεύουμε με μία δραματική συρρίκνωση της δημιουργικότητας μας.

Mήπως λοιπόν αυτή η σύγχρονη “ευαισθησία” ενδέχεται τελικά ν’ αποτελέσει μία νέα μορφή λογικής καταπίεσης; Όχι αυτή τη φορά υπό κρατικού ελέγχου αλλά μέσω μιας συλλογικής αντίδρασης;

Scroll to Top