Ρωσία και ΗΠΑ: Νέες Κυρώσεις και Πολιτική Αντιπαράθεση
Ο αναπληρωτής πρόεδρος του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, χαρακτήρισε την απόφαση του προεδρικού γραφείου των Ηνωμένων Πολιτειών να ακυρώσει τη συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντίμιρ Πούτιν, ως «πράξη πολέμου». Στην ανάρτησή του στο Telegram εξέφρασε την απορία του: «Τι άλλο θα ακολουθήσει; Θα δούμε νέα όπλα πέρα από τα γνωστά Tomahawk;»
«Αν κάποιοι σχολιαστές είχαν ακόμα ελπίδες για διάλογο, τώρα είναι ξεκάθαρο. Οι ΗΠΑ είναι ο αντίπαλός μας και ο “ειρηνοποιός” τους έχει ξεκινήσει μια στρατηγική κατά της Ρωσίας. Δεν συμμετέχει πάντα ενεργά στο πλευρό της Ουκρανίας υπό τον Μπαντέρα (σσ: αναφορά στον ιδρυτή του ουκρανικού ναζισμού), αλλά αυτή η σύγκρουση είναι δική του τώρα, όχι εκείνη του ηλικιωμένου Μπάιντεν! Θα ισχυριστούν ότι δεν είχε άλλη επιλογή ή ότι πιέστηκε από το Κογκρέσο. Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι αποφάσεις που ελήφθησαν αποτελούν πράξη πολέμου κατά της Ρωσίας.Τώρα ο Τραμπ έχει πλήρως ευθυγραμμιστεί με την παράνοια της Ευρώπης», ανέφερε ο Μεντβέντεφ προσθέτοντας πως η Μόσχα μπορεί πλέον να επιδιώξει νίκες στο πεδίο μάχης.
«Μπορούμε να χτυπήσουμε όλα τα κρησφύγετα των υποστηρικτών αυτής της πολιτικής με ποικιλία όπλων χωρίς περιττές διαπραγματεύσεις», δήλωσε χαρακτηριστικά. Πιστεύει ότι η νίκη μπορεί να επιτευχθεί «στο πεδίο μάχης κι όχι πίσω από γραφεία μέσω άνευ νοήματος συμφωνιών».
Η εκπρόσωπος τύπου του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα υιοθέτησε πιο ήρεμο τόνο δηλώνοντας πως οι κυρώσεις στις μεγάλες ενεργειακές εταιρείες Rosneft και Lukoil δεν θα προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στη χώρα τους. «Δεν θα αντιμετωπίσουμε ιδιαίτερες δυσκολίες», είπε αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά στον Τραμπ.
«Η Ρωσία έχει αναπτύξει ισχυρή ανοσία απέναντι στους δυτικούς περιορισμούς και θα συνεχίσει τη σταθερή ανάπτυξή της στην οικονομία συμπεριλαμβανομένου του τομέα ενέργειας», πρόσθεσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου όπου δήλωσε επίσης ότι η χώρα παραμένει ανοιχτή σε επαφή με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την εφαρμογή συμφωνιών που φημολογείται ότι επιτεύχθηκαν σε προηγούμενη συνομιλία μεταξύ Πούτιν και Τραμπ.
Nωρίτερα, οι κυρώσεις που επέβαλε ο Τραμπ στις δύο μεγαλύτερες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες σήμαναν μια δραματική αλλαγή στην πολιτική σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτές οι κυρώσεις προκάλεσαν αύξηση 5% στις παγκόσμιες τιμές πετρελαίου ενώ η Ινδία εξετάζει πιθανές μειώσεις εισαγωγών από τη Ρωσία.
Οι κυρώσεις αυτές επικεντρώνουν στους κολοσσούς Rosneft και Lukoil που μαζί αντιπροσωπεύουν πάνω από το 5% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Αυτή η στροφή έρχεται μόλις μία εβδομάδα μετά τις δηλώσεις Τραμπ για επικείμενη σύνοδο κορυφής στη Βουδαπέστη ώστε να συζητηθεί τερματισμός των εχθροπραξιών στην Ουκρανία.
“Ακυρώσαμε τη συνάντηση με τον Πρόεδρο Πούτιν – απλώς δεν μου φάνηκε σωστή”, δήλωσε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο προσθέτοντας πως “δεν ένιωθα ότι θα καταλήγαμε κάπου”.
Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσεντ διευκρίνισε πως στόχος είναι να περιοριστεί η δυνατότητα χρηματοδότησης αυτού που θεωρείται ως μεγαλύτερος χερσαίος πόλεμος στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
“Δεδομένης της άρνησης του Προέδρου Πούτιν να τερματίσει αυτό τον άκαρπο πόλεμο”, είπε χαρακτηριστικά “το Υπουργείο Οικονομικών επιβάλλει κυρώσεις στις δύο μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες”. Επίσης κάλεσε τους συμμάχους των ΗΠΑ να συμμετάσχουν σε αυτές τις ενέργειες.
Η Ρωσία χαρακτήρισε τις νέες αμερικανικές κυρώσεις μη παραγωγικές ενώ υπαινίχθηκε πως οι όροι για τερματισμό των συγκρούσεων παραμένουν αμετάβλητοι – όρους που πολλές χώρες θεωρούν ισοδύναμους με παράδοση.
Η σύγκρουση συνεχίζεται καθώς οι ευρωπαίοι ηγέτες συναντώνται μαζί με τον πρόεδρο Ζελένσκυ στις Βρυξέλλες για συζητήσεις σχετικά με χρηματοδότηση μέσω παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων ύψους 140 δισεκατομμυρίων ευρώ προς την Ουκρανία.
Η Μόσχα προειδοποίησε πως θα υπάρξει “επώδυνη απάντηση” αν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία καταληφθούν.
