Η Απόφαση του Μισθοδικείου και οι Επιπτώσεις της στους Δικαστικούς
Η πρόσφατη απόφαση του Μισθοδικείου, που δεν αναγνωρίζει 13ο και 14ο μισθό για τους δικαστικούς υπαλλήλους, σηματοδοτεί το τέλος μιας μακράς διαδικασίας δικαστικών αποφάσεων που αποσκοπούσαν στη βελτίωση των συνθηκών για εργαζόμενους και συνταξιούχους. Η ευθύνη τώρα μεταφέρεται στους κοινωνικούς αγώνες, τις τεκμηριωμένες διεκδικήσεις και την πραγματική πολιτική.
Αυτή η απόφαση στέλνει ένα ανησυχητικό μήνυμα ενόψει της αναμενόμενης κρίσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας σχετικά με άλλη προσφυγή της ΑΔΕΔΥ για τα Δώρα (13ο και 14ο μισθό) που αφορούν όλους τους δημόσιους υπαλλήλους. Αν η απόφαση του Μισθοδικείου υποδηλώνει μια σταθερή απομάκρυνση των δικαστών από τα οικονομικά ζητήματα των πολιτών και τις κρατικές πληρωμές, τότε είναι πιθανό ότι οι μαζικές αγωγές των συνταξιούχων για τα Δώρα θα έχουν παρόμοια αρνητική τύχη. Αυτές οι αγωγές προγραμματίζονται να κατατεθούν μέσω «εξειδικευμένων» δικηγορικών γραφείων με αντίτιμο φυσικά.
Η διαδικασία των δικαστικών προσφυγών είχε χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως «δικαστικοί αγώνες»,συμβάλλοντας σε ορισμένες περιπτώσεις στην εξομάλυνση ακραίων νομοθετικών πρωτοβουλιών. Αυτό συνέβη εν μέρει με τις περικοπές στις επικουρικές συντάξεις ή με τα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου 3487/16 (Κατρούγκαλου), τα οποία ήταν εξαιρετικά χαμηλά, ειδικά για όσους είχαν πάνω από 35 χρόνια ασφάλισης.
Επιπλέον, η πρόβλεψη για την επιστροφή της 13ης και 14ης σύνταξης κατά το διάστημα Ιούλιος 2015-Μάιος 2016 (συνολικά περίπου 800 ευρώ) δεν υλοποιήθηκε ποτέ παρά την ευνοϊκή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αντί να αποδοθούν αυτά τα Δώρα στους συνταξιούχους,η κυβέρνηση τους καθησύχασε ότι δεν χρειάζεται να προσφύγουν στα δικαστήρια καθώς δήθεν θα δοθούν σε όλους.
Ο νόμος Βρούτση (ν.4670/2020) επιβεβαίωσε τον κυβερνητικό εμπαιγμό: όχι μόνο δεν δόθηκαν αναδρομικά αλλά περιορίστηκε επίσης ο δρόμος προς τη δικαστική διεκδίκηση. Ως αποτέλεσμα, μόλις οι 330.000 από τους συνολικά 2,5 εκατομμύρια δικαιούχους πρόλαβαν να καταθέσουν αίτηση στη δικαιοσύνη πριν κλείσει αυτή η δυνατότητα.
Η Στρατηγική Πίσω από τις Μελέτες
Η στροφή της Δικαιοσύνης προς την κυβερνητική εισοδηματική πολιτική έχει ιστορία που ξεκινάει το 2016 με τον νόμο Κατρούγκαλου. Τότε εισήχθη η πρακτική εκπόνησης «Ειδικών Οικονομικών Μελετών» σχετικά με την επάρκεια των παροχών του Ασφαλιστικού Συστήματος.
Aυτή η στρατηγική απέφερε καρπούς καθώς μέχρι τότε το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο υποστήριζε ότι οι περικοπές γίνονταν χωρίς επαρκείς μελέτες σχετικά με τη βιωσιμότητα του συστήματος ή τις επιπτώσεις στους συνταξιούχους.
Τα Υποκείμενα Προβλήματα
Το κύριο ζήτημα αφορά:
- Xαμηλές αποδοχές: Οι τρέχουσες αποδοχές των εν ενεργεία εργαζομένων είναι πολύ χαμηλές ενώ οδηγούν σε πενιχρότερες συντάξεις ακόμα κι όταν φτάνουν στο μισό του τελευταίου μισθού.
- Aναποτελεσματικά ποσοστά: Τα ποσοστά αναπλήρωσης είναι αυθαίρετα κι οδηγούν σε σοβαρές αδικίες που απαιτούν άμεση διόρθωση σύμφωνα με το πλαίσιο αιτημάτων της Ανώτατης Γενικής Συνομοσπονδίας Συνταξιούχων (ΑΓΣΣΕ).